ουλώδης

ουλώδης
ης, ωδές
1) покрытый шрамами; 2) похожий на шрам

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ουλώδης" в других словарях:

  • ουλώδης — ες [ουλή] 1. αυτός που έχει πολλές ουλές, γεμάτος ουλές 2. αυτός που μοιάζει με ουλή 3. φρ. «ουλώδης ιστός» ιατρ. ιστός που προέρχεται από το σύνολο τών διαδικασιών τής ουλοποίησης …   Dictionary of Greek

  • ουλοποίηση — (Βιολ.). Τυπική διεργασία αναγέννησης των ιστών του ανθρώπου και των ζώων, όταν έχει θιγεί η ακεραιότητα τους. Η ουλή αντιπροσωπεύει την ίαση μιας βλάβης των ιστών. Αν και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα αίτια και την έκταση των βλαβών, η ο.… …   Dictionary of Greek

  • συγχειλία — η, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. ουλώδης σύμφυση τών χειλέων αρχ. στον πληθ. αἱ συγχειλίαι το σημείο ένωσης τών χειλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χειλία (< χεῖλος, τὸ)] …   Dictionary of Greek

  • συμβλέφαρο — το, Ν ιατρ. ουλώδης σύμφυση ανάμεσα στα βλέφαρα ή σε ένα βλέφαρο και στον βολβό τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. symblepharon (< συν * + βλέφαρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αν. Αναγνωστάκη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»